υποθωρήσσω

υποθωρήσσω
Α
(μόνον μέσ.) ὑποθωρήσσομαι
οπλίζομαι με θώρακα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θωρήσσω «οπλίζω με θώρακα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”